-
1 απο
ἀπ΄, перед придых. ἀφ΄, in elisione после существ. анастрофически ἄπο praep. cum gen.1) (при обознач. пространства) от, из, с(ἀ. τοῦ στρατοπέδου Ἀθέναζε Plat.; γᾶς ἀπ΄ Ἀσίδος ἐλθεῖν Aesch.)
ἀ. τετταράκοντα σταδίων τῆς θαλάττης Diod. — в 40 стадиях от моря;ἀφ΄ ἵππων μάχεσθαι Hom. — сражаться с колесницы;ἀ. χθονὸς ἀΐσσειν Hom. — подниматься с земли;ἀ. τινος γενέσθαι Her. — освободиться от чего-л., окончить что-л.;ἀπ΄ αἰῶνος ὀλέσθαι Hom. — расстаться с жизнью, умереть;μένειν ἀ. τινος Hom. — быть вдали от кого-л.;ἅψασθαί τι ἀ. τινος Hom. — привязать что-л. к чему-л.;ἀ. τραπεζῶν δειπνεῖν Plat. — обедать за столами2) (при обознач. времени) после, вслед за(ἀ. τούτου Her., Plut.)
ἀ. δείπνου Her. — после обеда;εὐθὺς ἀ. τινος Plut. — тотчас же после чего-л.;ἀ. μέσων νυκτῶν Arph. — пополуночи;ὅ ἀ. τῆς στρατηγίας Plut. — бывший полководец3) со времени, (начиная) с, с тех пор как(ἀπ΄ ἀρχῆς Aesch.; ἀφ΄ ἑσπέρας Xen.)
ἀ. παίδων Xen. — с детства;ἀφ΄ οὗ Thuc. — с тех пор как;ἀ. τοῦ πάνυ ἀρχαίου Thuc. — с древнейших времен4) вопреки, наперекор(ἀ. δόξης Hom.; ἀπ΄ ἐλπίδος Aesch.; ἀ. ἀνθρωπείου τρόπου Thuc.)
ἀ. θυμοῦ εἶναί τινι Hom. — быть не по сердцу, быть не по душе, быть ненавистным кому-л.5) без(ἀ. ῥυτῆρος σπεύδειν Soph.)
ἀπ΄ ἀκάνθης ῥόδον Anth. — роза без шипов;οὐκ ἀ. γνώμης Soph. — не без разумных оснований6) мимо, внеοὐκ ἀ. σκοποῦ οὐδ΄ ἀ. δόξης μυθεῖσθαι Hom. — говорить дело;
οὐκ ἀ. τοῦ πράγματος εἶναι Dem. — не отклоняться от вопроса7) ( при указании на средство или образ действия) посредством, путем, поἐμῆς ἀ. χειρός Hom. — моей рукой;
πεφνεῖν ἀ. βιοῖο Hom. — убить из лука;τὰ πραχθέντα ἀ. τινος Thuc. — совершенное кем-л.;ἀ. σπουδῆς Hom. — всерьез, ревностно, усердно;ἀ. τοῦ ἴσου и ἀ. (τῆς) ἴσης Thuc., Dem. — равным образом, одинаково;ἀ. γλώσσης Her., Thuc. и ἀ. στόματος Plat. — на словах, устно, по памяти;κρίνειν ἀ. τινος Dem. — судить на основании чего-л.;ἐπιγνῶναί τινα ἀ. τινος Polyb. — узнать кого-л. по чему-л.;ἀ. κυάμου Xen. — путем голосования;λογίζεσθαι ἀ. χειρός Arph. — считать по пальцам;ἀ. μιᾶς ὁρμῆς Thuc. — в едином порыве, единодушно;ἀ. τινος δειπνῆσαι Arph. — пообедать на чей-л. счет8) (при указании на материал, тему) из, о(ἀ. ξύλου πεποιημένος Her.; εἴδατα ἀ. μέλιτος Theocr.; ἀ. τινος συγκεκραμένος καὴ ἀ. τινος Plat.)
τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι ἀ. τινος Her. — то, что они хотели узнать о чем-л.;νόμος κείμενος ἀ. τινος Arph. — закон, установленный относительно чего-л.9) (при указании на происхождение, причину, связь; в переводе обычно опускается)οἱ ἀπ΄ Οἰδίπου Soph. — дети (потомки) Эдипа;
τρίτος ἀ. τινος Plat. чей-л. — потомок в третьем поколении:οἱ ἀ. Πελοποννήσου ξύμμαχοι Thuc. — пелопоннесские союзники;οἱ ἀ. τῆς πόλεως Polyb. — горожане;οἱ ἀ. τοῦ Πυθαγόρου Luc. — пифагорейцы;οἱ ἀ. σκηνῆς Plut. — актеры;οἱ ἀ. βήματος Plut. — ораторы;οἱ ἀ. βουλῆς Plut. ( в Риме) — сенаторы;οἱ ἀ. τῆς σκέψεως Sext. — скептики;ὅ ἀ. τινος φόβος Xen. — внушаемый кем-л. страх;τἀπ΄ ἐμοῦ Soph. — зависящее от меня;τὸ ἀ. σεῦ Her. — твое мнение;ἀ. τινος θαυμάζεσθαι Thuc. — вызывать удивление чем-л.;οἱ ἀ. γένους Plut. — знатные родом, но тж. члены рода;ἀ. δικαιοσύνης Her. — из чувства справедливости;ἀ. τοῦ αὐτομάτου Plat. — самопроизвольно;ἀ. τῆς παρούσης δυνάμεως Xen. — в меру наличной возможности;τιμᾶν τινα ἀ. τινος Plut. — чтить кого-л. ради кого-л.;ἀ. συμφορῶν Thuc. — вследствие несчастных случайностей10) (при указании на колич. выделение) из(εἷς ἀ. πολλῶν Soph.)
11) ценою или весом в(ἀ. ταλάντων ἑξήκοντα Dem.; ἀ. μυρίων χρυσῶν Polyb.)
-
2 σπουδη
дор. σπουδά, лак. σποδά (ᾰ) ἥ1) поспешность, торопливостьσ. τῆς ὁδοῦ Thuc. — ускоренный переход, форсированный марш;
σπουδέν ἔχειν Her. — спешить, торопиться;σπουδῇ Hom., Her., Xen., Plat., σὺν σπουδῇ Soph., Xen., διὰ σπουδῆς Eur., Xen., κατὰ σπουδήν Thuc., Xen., ὑπὸ σπουδῆς и ἐκ σπουδῆς Thuc., Arst., Plut. — поспешно, торопливо, быстро2) усердие, рвение, забота, старание, усилие(μᾶλλον σπουδέν ποιεῖσθαι Thuc.)
σπουδέν ἔχειν τινός и εἴς τι Eur., Plat., σπουδέν ποιεῖσθαι περί τινος Plat., περί τι Isocr. и περί τινα Arst., ἕνεκεν и χάριν τινος Polyb. или ἐπί τινι Luc. — прилагать старания к чему-л., хлопотать из-за чего-л.;ἐν σπουδῇ τίθεσθαί τι Plut. — заботиться о чем-л.;ἄτερ σπουδῆς Hom. — без (всякого) усилия;σπουδῇ Plat. — усердно, изо всех сил;σὺν σπουδῇ и μετὰ σπουδῆς Plat. — ревностно, усердно;ἐπὴ μεγάλης σπουδῆς Plat. — с великим рвением3) стремление, порыв4) домогательство, погоня(σπουδαὴ ἐπ΄ ἀρχάς Plat.)
κατὰ σπουδάς Arph. — в порядке протекции, благодаря проискам5) благосклонность, расположение, поддержка6) серьезностьἀπὸ σπουδῆς Hom., σπουδῇ Thuc., Xen., Plat., μετὰ σπουδῆς Xen., Plat. и σπουδῆς χάριν Plat. — серьезно, всерьез;
σπουδέν ποιεῖσθαι Arph. — принимать всерьез;ἐν τε παιδιαῖς καὴ ἐν σπουδαῖς Plat. — как в шутку, так и всерьез -
3 φυλασσω
атт. φῠλάττω1) сторожить, охранять, стеречь(μῆλα и περὴ μῆλα Hom.)
οἶνος, ὃν σὺ φυλάσσεις Hom. — вино, которое ты бережешь;σῴζειν τι καὴ φ. Soph. — тщательно беречь что-л.;τέν ἑωυτῶν (sc. χώραν) φ. Her. — охранять свою страну;φυλάσσετον οὖτος σὲ κάι σὺ τόνδε Soph. — берегите оба друг друга2) тж. med. нести охрану, быть на страже (в карауле), стоять на часах(Xen., Plut.; φ. и φυλάσσεσθαι νύκτα Hom.)
φ. πάννυχον Hom. — быть на страже всю ночь;φυλακὰς φ. Xen. — нести караульную службу, κατὰ διαδοχέν φ. Thuc. посменно нести охрану3) тж. med. сохранять, удерживать(τῇ μνήμῃ τὰ λεχθέντα Plat.; αἰδῶ καὴ φιλότητά τινος φ. Hom.; ὅ φθόνος φυλάσσεται παρά τινι Soph.)
φρεσὴ σῇσι φύλαξαι HH. — сохрани (это) в своей памяти;τὰ λελεγμένα ἄρρητ΄ ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι Soph. — слова твои я сохраню в себе несказанными и неоконченными, т.е. предам их забвению4) (свято) хранить, соблюдать, исполнять(ὅρκια Hom.; νόμον Soph., Plat.; τὰς σπονδάς Plut.; σιγέν φ. Eur.)
ἓν μόνον φ. Plat. — соблюдать одно лишь условие5) приберегать, припасать, предназначать(τὸ μέρος τοῖς θεοῖς Xen.; τιμωρίαν τινὴ φυλάξαι Dem.)
τοῖς ἀξίοις σπουδῆς φυλάξαι ἑαυτόν Plut. — предназначить себя для серьезных дел6) предохранять, обеспечивать, ограждать(τινὰ ἀπό τινος Xen.)
εὖ φ. κλῄθροισι πύλας Eur. — хорошо запереть ворота на замки;πεφυλκγμένον εἶναι Hom. — беречься, быть осторожным;ταῦτα πρὸ πολλοῦ ἐφυλάξαντο Her. — они давно уже остерегались этого;φυλὰττου ὅπως μέ ποιήσῃς τι Xen. — берегись, как бы тебе не сделать чего-л.;φύλαξαι μέ θράσος τέκῃ φόβον Aesch. — смотри, как бы отвага не породила страх, т.е. не привела бы к беде7) подстерегать, следить, выслеживать, выжидать(νόστον Hom.; τοὺς πολεμίους Xen.)
δείλην ὀψίην γινομένην τῆς ἡμέρης φυλάξανες Her. — дождавшись заката;φυλάξασα τὸν Ξέρξεα δεῖπνον προτιθέμενον Her. — выждав устроенного Ксерксом пира;φ. τὸν χειμῶνα Dem. — дожидаться наступления зимы8) держать под стражей(τινὰ ἐν πὲδαις Plut.)
См. также в других словарях:
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
Αθηνόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τρεις Πελοποννήσιοι αγαλματοποιοί, που άκμασαν τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Ο πρώτος καταγόταν από την Αχαΐα και κατασκεύαζε χάλκινα αναθήματα στην Ολυμπία, ο δεύτερος και ο τρίτος από την Αρκαδία και φιλοτεχνούσαν… … Dictionary of Greek
πατρολογία — Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του βίου και ιδίως με την έρευνα και τη σπουδή των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εδικότερα, η π. εξετάζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, τη γνησιότητα ή μη των έργων τους,… … Dictionary of Greek
διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να … Dictionary of Greek